prideful$63867$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

prideful$63867$ - translation to ελληνικό

EXCESSIVE CONCERN FOR ONE'S OWN PERFECTION
Vainglory; Vaingloriousness; Human vanity; Vainest; Vanagloria; Prideful
  • title= Vanitas" Still Life}}</ref> [[The Walters Art Museum]].
  • ''The Fallen Angel'']] (1847) by [[Alexandre Cabanel]], depicting Lucifer
  • As portrayed in classic literature, [[Alexander Pushkin]]'s Eugene Onegin. Illustrated by [[Elena Samokysh-Sudkovskaya]].
  • title= Daydreams}}</ref> The Walters Art Museum.

prideful      
adj. υπερήφανος

Ορισμός

vanity
If you refer to someone's vanity, you are critical of them because they take great pride in their appearance or abilities.
Men who use steroids are motivated by sheer vanity...
N-UNCOUNT: also N in pl [disapproval]

Βικιπαίδεια

Vanity

Vanity is the excessive belief in one's own abilities or attractiveness to others. Prior to the 14th century, it did not have such narcissistic undertones, and merely meant futility. The related term vainglory is now often seen as an archaic synonym for vanity, but originally meant considering one's own capabilities and that God's help was not needed, i.e. unjustified boasting; although glory is now seen as having a predominantly positive meaning, the Latin term from which it derives, gloria, roughly means boasting, and was often used as a negative criticism.